- ἀχειροποιήτου
- ἀχειροποίητοςnot made by handsmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Θεσσαλονίκη — I (4ος αι. π.Χ.). Κόρη του Φιλίππου Β’ της Μακεδονίας και της συζύγου του Νικησίπολης, αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Σύζυγός της υπήρξε ο Κάσσανδρος, από τον οποίο απέκτησε τρεις γιους: τον Φίλιππο, τον Αντίπατρο και τον Αλέξανδρο. Τη σκότωσε ο… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
May 15 (Eastern Orthodox liturgics) — May 14 Eastern Orthodox Church calendar May 16 All fixed commemorations below celebrated on May 28 by Old Calendarists Contents 1 Saints 1.1 Other commemorations 1.2 Oriental Orthodox … Wikipedia
Panagia Acheiropoietos — Die Panagia Acheiropoietos Die Kirche Panagia Acheiropoietos in Thessaloniki (griechisch Παναγία Αχειροποίητος Panagia Achiropiitos), ist eine frühchristliche holzgedeckte, dreischiffige Basilika aus dem 5. Jahrhundert. Sie liegt im Zentrum… … Deutsch Wikipedia
βασιλική — Ονομασία δημόσιου ρωμαϊκού κτιρίου και ενός ορισμένου αρχιτεκτονικού τύπου της χριστιανικής εκκλησίας που κατά την επικρατέστερη άποψη προήλθε από ανάλογες ειδωλολατρικές κατασκευές. ρωμαϊκή β. Χαρακτηριστικό κτίριο των ρωμαϊκών πόλεων,… … Dictionary of Greek
Εικοσιφοίνισσας, μονή — Γυναικείο μοναστήρι της ανατολικής Μακεδονίας, στο νοτιοανατολικό άκρο του νομού Σερρών, χτισμένο σε μια απότομη χαράδρα του Παγγαίου. Εξαρτάται από τη μητρόπολη Δράμας. Για την ονομασία του μοναστηριού, που λεγόταν και ΚοσυφίνισσαΚοσύνιτσα (=… … Dictionary of Greek
Κουρκούας — Επώνυμο στρατιωτικής οικογένειας του Βυζαντίου, γεωργιανής καταγωγής, που διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην ιστορία της αυτοκρατορίας για τέσσερις αιώνες. 1. Θεόφιλος (10ος αι.). Στρατηγός. Ήταν αδελφός του Ιωάννη (βλ. 3.) και παππούς του… … Dictionary of Greek
παλαιοχριστιανική τέχνη — Η τέχνη που αναπτύχθηκε κατά τους πρώτους 6 αιώνες του χριστιανισμού. Υποδιαιρείται σε δύο περιόδους, με διαχωριστικό όριο το 330 μ.Χ., χρονολογία που ιδρύθηκε η Κωνσταντινούπολη. Η πρώτη περίοδος ήταν δύσκολη για τους πιστούς της νέας θρησκείας· … Dictionary of Greek